- κύφων
- ο (Α κύφων, -ωνος) [κυφός]είδος ξύλινης βασανιστήριας συσκευής, στην οποία κλείνονταν και διατηρούνταν σε ακινησία το κεφάλι ή ο αυχένας ή άλλα μέλη τού σώματος τών δούλων και καταδίκων που τιμωρούνταν («δεθῆναι ἐν ἀγορᾷ ἐν τῷ κύφωνι», Αριστοτ.)αρχ.1. κυρτόξυλο, και ειδικά ο κυρτός ζυγός τού αρότρου2. κακούργος («ἀπατεῶνα γόητα ἐπίορκον ὄλεθρον κύφωνα βάραθρον», Λουκιαν.)3. ευτελής άνθρωπος4. είδος γυναικείου ενδύματος5. αρχιτ. κυρτωμένη δοκός6. μέρος υδραυλικού τροχού7. στον πληθ. οἱ κύφωνεςοι επάνω ράβδοι τών δύο πλάγιων πλευρών άρματος8. (κατά τον Ησύχ.) «κύφωνσυνάγχη».
Dictionary of Greek. 2013.